- ερυσμός
- ἐρυσμός, ὁ (Α) [ερύω (II)]1. μέσο προστασίας από τη μαγεία2. λάχανο τού οποίου το σπέρμα πίνουν τριμμένο οι έγκυες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρυσμός — safeguard masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυσμόν — ἐρυσμός safeguard masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek